-
1 детище
-а, γεν. πλθ. детищ ουδ.1. παλ. παιδί, τέκνο.2. μτφ. γέννημα, έργο, δημιούργημα•любимое детище έργο εξαιρετικής αγάπης, ιδιαίτερης προτίμησης.
εκφρ.мертворовднное детище – θνησιγενές παιδί (σχέδιο που είναι, α-πο την πρώτη στιγμή, καταδικασμένο σε αποτυχία).